- κάλον
- κᾱλον, τὸ (Α)1. επιγρ. ξύλο, στέλεχος, δενδρύλλιο, βλαστός2. στον πληθ. τὰ κᾱλαα) ξύλα για κάψιμοβ) ξύλινα στελέχη για την κατασκευή αψίδων τροχού άμαξας («ἐπικαμπύλα κᾱλα», Ησίοδ.)γ) τα πλοία («ἔρρει τὰ κᾱλα» — καταστράφηκαν τα πλοία, Ξεν).[ΕΤΥΜΟΛ. < *κάF- < alon < θ. καF- (καίω) και επίθημα -αλον. Στην αναγωγή αυτή οδηγεί ο τ. δαλός (< δaF-ελός < θ. δα-F- τού δαίω «καίω» και επίθημα -ελός). Στη δωρ. διάλεκτο, ωστόσο, μαρτυρείται τ. κᾶλον και όχι *κῆλον, όπως θα προέκυπτε από τ. *κάF-elon, δηλ. με συναίρεση τού α + ε σε η (πρβλ. δωρ. τ. ὁρῆτε < ὁρά-ετε)].
Dictionary of Greek. 2013.